- πανομοίως
- πανόμοιοςjust likeadverbialπανόμοιοςjust likemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανόμοιος — α, ο / πανόμοιος, ον, επικ. τ. πανομοίιος, ον, ΝΑ ο εντελώς όμοιος με άλλον, ο καθ όλα όμοιος. επίρρ... πανομοίως Α εντελώς όμοια … Dictionary of Greek